Συνολικές προβολές σελίδας


ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
(Κείμενα απο το Βιβλίο " Η Ιστορια των Κερδυλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελη)


ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΙΕΡΟΙ ΝΑΟΙ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΠΑΛΑΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ




ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΙ




Εἶναι σχεδόν ἀδύνατο παλιό βυζαντινό χωριό νά μήν ἔχει Ἐκκλησία ἤ ἔστω παρεκκλήσιο στό ὄνομα τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Οἱ Βυζαντινοί εὐλαβοῦνταν ἰδιαίτερα τούς ἁγίους αὐτούς. Ἔτσι πρέπει νά θεωρηθεῖ καί ὁ ναός αὐτός παλαιότατος, ἔστω καί ἄν οἱ ἐπιγραφές γράφουν 19ο αἰώνα. Πρόκειται προφανῶς περί νέας οἰκοδόμησης πάνω στά παλιά θεμέλια.’H κτιτορική του ἐπιγραφή στόν ἀνατολικό τοῖχο ἔγραφε 1836. Ὑπῆρχε πρίν πενῆντα χρόνια. Τήν ψάχνω ἀλλά δέν τή βρίσκω. Μοῦ εἶπαν πώς κάτι παληκάρια ἔβγαζαν τίς ἐνεπίγραφες πλάκες ἀπ’ ὅπου τίς ἔβρισκαν.

Ὁ ναός πρίν μιά 25ετία εἶχε νά ἐπιδείξει ἠμικατεστραμμένη, μά θαυμαστή τοιχογραφία, ἀπό τήν ὁποία ἔμεινε, κατόπιν ἐπισταμένης ἀπόξεσης τοῦ ἀσβέστη, ἕνα θαυμάσιο πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, στόν ἐσωνάρθηκα, πίσω ἀπό τό παγκάρι-σήμερα. Τότε ἦταν ὁλόκληρος.



Τί μανία μ᾽ αὐτή τήν ἀσβέστη ἐκεῖ πού δέν πρέπει! Ἔτσι χάθηκαν ὅλες οἱ τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ κι ὄχι μόνον ἐδῶ. Ἄν μποροῦσε νά γίνει ἕνα θαῦμα, μέ σύγχρονες τεχνικές μεθόδους-πού ὑπάρχουν- νά φαγωθεῖ-νά ξυστεῖ τό στρῶμα-τά στρώματα τῆς ἀσβέστης, θά βρισκόμαστε μπροστά σ᾽ ἕνα θαῦμα μεταβυζαντινῆς τοιχογραφίας. Μά ποῦ τέτοια τύχη. Πρέπει νά ὁμολογήσω πώς ἐνθουσιάστηκα μέ τή θέα τοῦ ναοῦ ἀπό ψηλά. Νοικοκυρωσύνη στήν ἐντέλεια. Μπράβο Χρυσόστομε! Μπράβο γυναῖκες μυροφόρες πού ἀνηφορίζετε κάθε λίγο ν’ ἀνάψτε τά καντήλια, νά κάνετε «ἀγρυπνία» καί νά λειτουργηθεῖτε. Μπράβο οἱ κατά καιρόν ἱερεῖς-κυρίως βέβαια ὁ ἐπί τριακονταετία Παπαγιάννης Λιάχας. Μεγάλη του ἡ προσφορά. Κατηφορίζω συγκινημένος κι ἀνάλαφρος.



Περιτοιχισμένος ὁ αὔλειος χῶρος, μυρίζει τό φρέσκο τσιμέντο. Ἕνα μέτρο ὕψος τό τοιχίο κι ἀπό κεῖ πάνω στρογγύλια ἀνά 25 ἑκατοστά γύρω - γύρω. Καθημερινή, κι ἡ πόρτα νόμισα κλειδωμένη. Πηδάω τά στρογγύλια. Πατάω στό καταπράσινο τριφύλι. Δίπλα τό παλιό πηγάδι-ξερό τώρα, μά περιποιημένο. Διάδρομος στολισμένος μέ σπαράγματα ἀρχαίων λίθων, τμῆμα μικροῦ κίονος.. .κι ἀριστερά ξύλινος πάγκος. Προχωρῶ. Ἀριστερά προφυλαγμένο τό παλιό καραγάτσι μέ πάγκους ξύλινους καί πολύ κοντά γύρω-γύρω οἰονεί τραπέζι προστατεύει τόν κορμό. Ἐδῶ οἱ «Μπαρμπάδις» παίρνουν τόν καφέ μετά τή Λειτουργία. ‘H αὐλή πεντακάθαρη, ἀγριάδα φρεσκοκομμένη, μέ φυτευμένα δένδρα, κυπαρίσια κι ὄχι μόνο. Θέλω νά μπῶ στό ναό. Ὁ νῦν ναός εἶναι σύνολο δύο κατασκευῶν. Πρίν μποῦμε στόν κυρίως βάζουμε τό πόδι μας στήν πόρτα τοῦ ἐξωνάρθηκα κι ἀπέναντί μας τά «ἀφεντικά». Δυό παληκάρια καβαλάρηδες μέ γλυκές φυσιογνωμίες: οἱ Θεόδωροι, Τήρων καί Στρατηλάτης. Θά σοῦ μιλήσουν. Κάτω δεξιά διαβάζω: Γιάννης Παπαδόπουλος. Κι ἀριστερά: «Εἰς μνήμην τοῦ συζύγου καί πατέρα μας Ἀθανασίου Μυλωνᾶ». Ἔ..μπαρμπα Θανάση νἆσαι καλά ἐκεῖ πού εἶσαι. Πρίν προλάβω, μέ χαιρετοῦν οἱ Ἅγιοι κι ἀνταποδίδω. Κατεβαίνω 4-5 σκαλοπάτια στό νέο ἐξωνάρθηκα, πού εἶναι συνέχεια τοῦ παλιοῦ.. Σωστά μεγάλωσε αὐτός ὁ ἐξωνάρθηκας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν. 




Ἕνας χῶρος εὑρύς (χώλ) μέ μιά «κουζίνα» γιά τούς καφέδες, δεξιά κάτι σιδερένιοι καναπέδες, νομίζεις παλιά καθίσματα λεωφορείου-ἀναπαυτικά ὅμως. Αὐτά ἀναπαύουν καί τά «κουρασμένα παληκάρια» πού δέν ἀντέχουν τήν σχετικά ὀλιγόωρη λειτουργία. Κάθονται ἐδῶ, ἐνῶ πολλοί θεριακλῆδες παίρνουν τό τσιγάρο τους κάτω ἀπό τό καραγάτσι, ἔξω. Ἐτοιμάζομαι νά μπῶ ἀλλά μέ καθηλώνει ὁ ἐξωτερικός-δυτικός τοῖχος τοῦ ναοῦ (μέσα στό «νέο» πρόναο). Τά χάνω. Θαυμάσιες τοιχογραφίες-ὑδρόχρωμα δύο-τριῶν αἰώνων. Οἱ τοιχογραφίες αὐτές καθώς καί τό σωζόμενο πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν ἐσωτερικό «πρόναο» μοῦ γεννοῦν τόν πειρασμό νά πάω πιό πίσω τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ καί νά χαρακτηρίσω τήν ἐπιγραφή «1836» ὡς ἐπιγραφή ἐργασιῶν στήριξης, ἀνακαίνισης, κάτι σά ξανακτίσιμο τοῦ ναοῦ. Τό θέμα βέβαια τῆς εἰκονογραφίας τοῦ ἐξωνάρθηκα εἶναι τό παλιό καί συνηθισμένο: ἡ Δευτέρα Παρουσία. ‘H τεχνοτροπία ἡ ἴδια ἁγιορείτικη πού βλέπουμε στούς ναούς τῆς ἴδιας ἐποχῆς σχεδόν σ᾽ ὅλους τους Ἐξωνάρθηκες τῆς Τουρκοκρατίας. (Ἐξαιρετικός καί ὁλοκληρωμένος ὁ ἐξωνάρθηκας τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Νιγρίτας). Βυζαντινή τεχνοτροπία πού παρουσιάζουν τά πρόσωπα ἰλαρά καί γλυκά, ὥστε νά ἀνακουφίζουν τήν ψυχή μου. Στέκομαι... φαίνεται στάθηκα πολύ περιεργαζόμενος τά πρόσωπα. 


Κάνω τό σταυρό μου καί μπαίνω. Δυό σκαλοπάτια κάτω ἀπό τόν ἐξωνάρθηκα, πολλά ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους. Κλασσική περίπτωση ναοῦ Τουρκοκρατίας. Μιά Βασιλική τρίκλιτη. Ἀμέσως δεξιά μιά σκάλα γιά τό γυναικωνίτη, τό γυναικεῖο. 
Ἐπάνω ἕνα πρόχειρο προσκυνητάρι καί πολλές-πολλές εἰκόνες κι ἀποθήκη. Γυναικωνίτης καφασωτός. Κατεβαίνω. Ἀριστερά τό προσκυνητάρι τῶν Ἀγίων. Τό μεσαῖο κλῖτος, ὡς συνήθως, φαρδύτερο μέ ἐκατέρωθεν τά παλιά στασίδια βελτιωμένα καί βαμμένα μέ ἕνα σπασμένο καφετί χρῶμα. Κάθομαι σ᾽ ἕνα κι ἀναπολῶ τίς ἀκολουθίες μέ τόν καλλιφωνότατο Παπααγαθάγγελο πρίν τό 1940 καί τόν μπαρμπα-Χατζιντίνα,τό βροντόφωνο, νά ψάλλει.. Μεγάλη Βδομαδα, κατάμεστος ὁ ναός, ὅλο τό χωριό. Μέ τά γνήσια κεράκια ἀναμμένα σέ κάθε ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελίου. Μέ τό πανηγύρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί τή λιτάνευση τῆς εἰκόνας τους. Βυζαντινή ἐποχή, πού τή ζοῦσαν τίς παλιότερες ἐποχές. Δυό δάκρυα σταματοῦν τήν ἀναπόληση... Στή μέση καί πάνω μιά ξύλινη ὀροφή-καί πρός τό μέσον ὁ Παντοκράτορας. 
Ἁριστερά ὁ παλιός ἄμβωνας στέκει ἐκεῖ γερασμένος. 
Οἱ κίονες ἀσβεστωμένοι-κάτασπροι μέ τά ἑκατέρωθεν τῆς ὀροφῆς τοιχία ἀσπρισμένα κι αὐτά μά στολισμένα μέ μπλέ βοῦλες-γεμάτα. 

Τό δεξιό ἀναλόγιο σχετικά εὐρύ. Περιμένει τόν νῦν πρωτοψάλτη Χαρίτο Χούπη πού ἀνεβαίνει σ᾽ ὅλες τίς Λειτουργίες κι ἀναγαλλιάζει καί ναός καί τόπος, μά πιό πολύ τό στασίδι: ἀκούω ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων: «Στρατολογία ἀληθῆ ἀθλοφόροι....γεγένεσθε Θεόδωροι». Οἱ Θεόδωροι ἦταν οἱ στρατηλάτες τῆς αὐτοκρατορίας μας. 
Ὁ Δεσποτικός θρόνος χαμηλός κι ἁπλός, μέ ἕνα ἀντίγραφο εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ πίσω. Διαβάζω « Χείρ Ν.ΛΙΟΝΔΑ Α/ΠΒ» (1982). (Δέν εἶναι ὁ Λιόντας τῶν Κερδυλλίων). Τό Τέμπλο. Οἱ εἰκόνες, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, μαζί βέβαια μέ τήν Ὡραία Πύλη σέ ἐσοχή. Δίπλα στήν Παναγία οἱ Πολιοῦχοι Ἅγιοι Θεόδωροι, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ἡ Ἁγία Παρασκευή. Τά Βημόθυρα χωρίς θύρα καί δίπλα «’H πυρφόρος ἀνάβασις τοῦ Προφήτου Ἠλία» καί στό βόρειο τοῖχο «προσκυνητάρι» τοῦ Ἁγίου Νικολάου. 
Ἀπό τή μεριά τοῦ Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος, Οἱ Ἅγ.Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη, τά χωρίς πόρτα βημόθυρα καί δίπλα ἡ Παναγία, στόν τοῖχο (νότιο) Προσκυνητάρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἔφυγαν οἱ ἀρχάγγελοι, σκέφτομαι, ἀπό τά Βημόθυρα, ἀφοῦ δέν ἔχουν κανένα ν’ ἀπαγορεύσουν νά μπεῖ στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, στόἍγιο Βῆμα. Ἐδῶ ἄδεια ὅλα. Ἁπλῆ ἡ Ἁγία Τράπεζα μόνο μέ τό κατασάρκιο, ὅπως πρέπει. Ἐντυπωσιάζει ἡ μεγάλη ἐσοχή τοῦ Βήματος. Χωράει ὁλόκληρο Σύνθρονο, καί μεγάλο .Μέ τό τοῖχο γύρω ἀγιογραφημένο μέ τούς ἱεράρχες. Καλή δουλειά τῶν ἐσχάτων χρόνων.

Σκέφτομαι τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου. Σοβαρές. Σάν τίς «παλαιωμένες» τοῦ ἐμπορίου, αὐτές τίς χάρτινες πού μέ τρόπο εἰδικό τίς κάνουν νά φαίνονται παλιές. Δέν ξέρω κι ὅλας μήν ἀδικήσω τόν ἁγιογράφο, ἀλλά δέν βλέπω ὑπογραφή. 
Γυρνάω νά βγῶ. Πέφτει τό ματι μου στό κεντρικό μέρος τοῦ γυναικωνίτη μέ τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὡραία. Διαβάζω κάτω ἀριστερά: «Ἀφιέρωσις εἰς μνήμην τῶν γονέων μας ἱερέως Δημητρίου καί πρεσβυτέρας Θεονίτσας Χατζούδη. Τά τέκνα Ἰωάννης-Κωνσταντῖνος-Θεμιστοκλῆς» καί κάτω δεξιά: « Διά χειρός τοῦ Κερδυλλιώτη ζωγράφου Γιάννη Δ.Παπαδοπούλου ἐν ἔτη (sic) 2.000». 
Βγαίνω. Μά μέ σταματάει μέ τό ἱλαρό καί μειλίχιο μάτι καί τήν γλυκειά του μορφή, ὁ ἐντοιχισμένος Ἀρχάγγελος Γαβριήλ πίσω ἀπό τά κεφάλια τῶν ἐπιτρόπων πού στέκονται στό παγκάρι καί πάνω ἀπ’ τά κεφάλια τους. Φουκαράδες προσέξτε... 
Καί σύ ξένε, μοῦ λέει, νά μᾶς ξανάρθεις. Τοῦ τό ὑπόσχομαι. Τί νά κάνω; 
Στή νότια εἴσοδο τοῦ ναοῦ πού ἦταν γιά τίς γυναῖκες, στό κάτω ἀριστερό τοιχίο, βλέπω ἀρχαία ἐνεπίγραφη πλάκα πού τήν ἔβαλαν οἱ παλιοί ἀλλά, οἱ εὐλογημένοι, μέ τά γράμματα ἀνάποδα. Στό ἀνατολικό, πίσω ἀπό τό Ἱερό, ὅπου ὄχι πολύ παλαιότερα ὑπῆρχαν πλάκες ἐνεπίγραφες καί χρονολογίες τίς ἔχουν βγάλει τά γνωστά ἄγνωστα παληκάρια(ἀπέναντι ἀπό τό ποτάμι) καί στή θέση τους ἔβαλαν μεγάλες λαξευμένες σύγχρονες...
Δέν βλέπω τό παλιό ὀστεοφυλάκιο, πού τό φωτογράφησε ἡ Κουκούλη πρίν 30 χρόνια. Βέβαια ἦταν ἐρειπωμένο. Ἄλλο πού δέν ἤθελαν κάποιοι. Τό γκρέμισαν καί πῆραν τίς πέτρες γιά τά σπίτια τους στά Νέα Κερδύλλια 
Τώρα, τά μεταπολεμικά χρόνια, ὁ ναός αὐτός γνωρίζει μέρες χαρούμενες μέ τίς συνεχεῖς ἀνόδους τῶν κατοίκων γιά «ἰδιωτικές Θ.Λειτουργίες». Ἀπό μέρες κάποιο σπίτι, πού ἔχει τούς λόγους του, ἑτοιμάζεται γιά τόν «Ἁηθόδωρο». 
Κοινοποιεῖται ἡ πρόθεση κι ἀπόφαση στούς συγγενεῖς καί φίλους. Τήν παραμονή ἀπό τό μεγάφωνο τῆς Κοινότητας γνωστοποιεῖται σ’ ὅλο τό χωριό. «Αὔριο ἔχει Λειτουργία στούς Ἁγίους Θεοδώρους (ἤ στόν Ἁηγιώργη, Ἁγίους Ἀναργύρους), ὅποιος θέλει μπορεῖ νά πάει». Καί ἀνεβαίνουν πολλοί, οἱ περισσότερες γυναῖκες, ὅπως εἶναι φυσικό. Προετοιμασίες ἀπό μέρες. Οἱ τελοῦντες τή Λειτουργία κοινωνοῦν ὅλοι. Καί μετά τήν ἀπόλυση ἀνοίγουν τίς ἑτοιμασίες τους καί τίς προσφέρουν σέ ὅλους. Ὅλοι παίρνουν-προπάντων τσιγκινέ καφέ. «Εἰς ὑγείαν, βοήθειά σας, πάντα ἄξιοι». Οἱ Θ.Λειτουργίες εἶναι τακτικές στίς Ἐκκλησίες τῶν πάνω χωριῶν. Νά σημειώσω καί πάλι τήν συγκινητική ἐργασία πού προσέφεραν οἱ παλιότερες γυναῖκες τοῦ χωριοῦ στό θέμα αὐτό με πρωταγωνίστρια τή Στέλλα Πριμούδη, τή γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ κι ἄλλες παλιότερα. Μακάρι νά τίς μιμηθοῦν καί οἱ νέες καί δῆθεν μοντέρνες νοικοκυρές τοῦ χωριοῦ. Ὅπως νά σημειώσω πώς στίς ἀνόδους αὐτές ἀκόμη συντηρεῖται ἕνας κάποιος ὑποφώσκων παλιός καί ξεχασμένος τοπικισμός, πού ἐνοχλεῖ μερικούς: ὅταν γίνεται Λειτουργία στούς Ἁγ. Θεοδώρους οἱ περισσότεροι προσκυνητές εἶναι Ἀνωκερδυλλιῶτες (φυσικό) μέ πολύ λίγους ἀπ’ τά Κάτ᾽ τό χωριό. Ἀντίθετα ὅταν λειτουργοῦν ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἤ οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι οἱ περισσότεροι εἶναι βέβαια Κατωκερδυλλιῶτες μέ πολύ περισσότερους, ἀναλογικά, Ἀνωκερδυλλιῶτες. Δύσκολοι οἱ παλιοί λογαριασμοί! 


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ





Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ἐνοριακός ναός τῶν Κατωχωριτῶν, εἶναι μεγαλοπρεπής καί περίοπτος. Φαίνεται ἀπό παντοῦ. Προπάντων ἀπό τήν πεδιάδα καί τή θάλασσα. Βρίσκεται στό βορειοανατολικό μέρος τοῦ χωριοῦ, στήν κορυφή τοῦ βορινοῦ λόφου, ὁ ὁποῖος καί προφυλάσσει τό χωριό ἀπό τούς δυνατούς βόρειους ἀνέμους.


Στά νεώτερα χρόνια ἐπισκέπτες ξένοι, ἀρχαιολόγοι, ἰσχυρίζονται-προφορικά- πώς πάνω στό λόφο ὑπῆρχε ἀρχαῖος ναός. Ἀπό εὑρήματα δέ στήν περιοχή αὐτή ὑποθέτουν πώς ἐδῶ-ἀργότερα- ἦταν τό νεκροταφεῖο τοῦ ἀρχαίου Κερδυλλίου.

Στά βυζαντινά χρυσόβουλα δέν ἀναφέρεται. Στούς Ἀπογραφεῖς μας δέν ἀναφέρεται ρητά ὡς ναός, ἀλλά ὡς τοποθεσία «Ἅγιος Γεώργιος», ὅπου ὑπάρχουν χωράφια γιά φορολόγηση καί πιθανώτατα ἐξωκκλήσι. Τό 1318 καί 1321 δέν ὑπῆρχε χωριό Κάτω Κερδύλλια. Τοῦτο, ὅπως εἴπαμε ἀλλοῦ, πρέπει νά ὀργανώθηκε κατά τό μεσοδιάστημα 1320-1350, ἀφοῦ τό βρίσκουμε σέ χρυσόβουλο τοῦ Στεφάνου Δουσάν, ἀφιερωτικό κι αὐτό τοῦ τόπου μας στή Μονή Ἐσφιγμένου: «Μετόχιον ἐν Κρουσόβω κ.λ.π. Ἅγιοι Ἀνάργυροι». Εἶναι εὐνόητο ὅτι πρῶτος ναός τῶν νέων κατοίκων,ἐδῶ, ἦταν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι τοῦ μετοχίου. 


Ὅπως καί ὅτι οἱ κάτοικοι τοῦ νέου χωριοῦ (Κ.Κ.) χρησιμοποίησαν μετά κάποιο διάστημα ὡς ἐνοριακό τους ναό τόν Ἅγιο Γεώργιο, μεγεθύνοντας ὁπωσδήποτε τό προϋπάρχον ἐξωκκλήσι. Στοιχεῖα-εὑρήματα γιά τήν ὑπόθεση αὐτή δέν ὑπάρχουν· εἶναι θαμένα -πιστεύω- στά θεμέλια τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, κτίσθηκε τό 1837.

















Πρόκειται γιά ἕνα οἰκοδόμημα ἐξαιρετικῆς τέχνης καί ἰδιαίτερα προσεγμένο. Ἐπιμελημένη ἀργολιθοδομή. Οἱ τοῖχοι του «παίζουν» μέ κόκκινους πλίνθους, παντοῦ, ἰδιαίτερα στίς τρεῖς κόγχες τοῦ ἱεροῦ (τρίκογχος ναός). Οἱ συνδετικοί ἁρμοί ἰσχυροί. Οἱ Κατωκερδυλλιῶτες τῆς ἐποχῆς φαίνεται ὅτι δέν ἐφείσθησαν χρημάτων-δέ λυπήθηκαν λεφτά- καί ἔκτισαν κάτι τό διαφορετικό ἀπό τούς ἄλλους ναούς τῶν χωριῶν.Ὁ ναός εἶναι τρίκλιτη βασιλική μέ τίς γνωστές ἐγκοπές ἀνατολικά καί δυτικά. Οἱ πόρτες μέ μαρμάρινες παραστάδες, τρία παράθυρα βόρεια καί νότια, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό γεῖσο, σέ μικρές ἐσοχές, τοξοτά μέ ἐναλλασσόμενα μάρμαρα καί κεραμίδια. Τό παιχνίδι αὐτό φαίνεται καλύτερα στό ἀνατολικό μέρος-Ἱερό. Ὁ ναός δέν ἔχει πρόναο.
Οἱ δύο εἴσοδοι-δυτικά καί νότια- μέ ἐσοχή πάνω καί εἰκόνα τοῦ ἁγίου. Στή νότια πλευρά φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἐξωνάρθηκας. Σήμερα δέν ὑπάρχει τίποτα, μόνο ἡ εἴσοδος. Δίπλα ἕνα ἐξαιρετικό κωδωνοστάσιο πού χρήζει ἄμεσης στήριξης καί ἀξιοποίησης.
Μπαίνω μέσα ἀπό τή νότια εἴσοδο. Μεγάλος καί εὐρύχωρος. Περίπου 11Χ9 μέτρα. Τό δάπεδο μέ ἀρχαῖες πλάκες ξηλώθηκε πρός δόξαν τῶν πλακιδίων, κι αὐτῶν ἐλληνικῶν. Τό βλέμμα μου πέφτει
ἀριστερά πού ὑπάρχουν κάτι πρόχειρα τραπέζια καί στό δάπεδο φαίνεται κομμένος κίονας πού στήριζε τό γυναικωνίτη. Ναί, τό ἴδιο ὑπάρχει κι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.Ὄντως ὑπῆρχε, μά μή στηριχθείς καταλλήλως, ἔπεσε.

‘H φωτογραφία δείχνει καφασωτό, ὡς συνήθως.
Οἱ τοῖχοι ἀσβεστωμένοι, κρύβουν- τίς ὁπωσδήποτε ὑπάρχουσες κάποτε- τοιχογραφίες. Τά ἴδια παντοῦ. Πιάνεται ἡ ψυχή σου. Πουθενά ἔστω δεῖγμα. Πρό ἐτῶν κάτι φαίνονταν σέ μιά κόγχη τοῦ Διακονικοῦ: ἡ Ἄκρα Ταπείνωσις175. Ὁ ναός ἐσωτερικά εἶναι περιποιημένος. Τό τέμπλο γεμάτο νέες εἰκόνες-ἀφιερώσεις, με βαθύ γαλάζιο χρῶμα, ἔργα τοῦ Γιάννη Παπαδοπούλου. Στήν περιποιημένη αὐτή κατάσταση τοῦ ναοῦ πάρα πολύ συνέβαλε καί ὁ ἐκ Θεσσαλονίκης ἱερεύς Δημήτριος Πασάδης πού μαζί μέ τήν Κερδυλλιώτισσα Ἀθανασία Παταβοῦ καί πολλές Θεσσαλονικιώτισσες κυρίες ἔτρεξαν καί βοήθησαν πολύ. Θέλησαν μάλιστα νά τόν μετατρέψουν σέ προσκήνυμα ἐπ᾽ ὀνόματι τῶν νεοφανῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης, προσπάθεια πού δέν εὐοδώθηκε.


Ὁ αὔλειος χῶρος εἶναι περιφραγμένος καί στό βορινό του μέρος ἤδη εἶναι ἕτοιμο τό «ἀρχονταρίκι», ἔργο σχεδόν ἀποκλειστικό τῶν χειρῶν τοῦ Χρυσοστόμου Γεωργιάδη (φωτ).
‘H λαμπρότερη μέρα γιά τό ναό ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Μέρες καί μέρες τήν ἑτοίμαζαν οἱ κάτοικοι. Δέν ἦταν σάν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Ἐδῶ γιόρταζαν πραγματικά τόν Ἅγιό τους. Ὅλο τό ἀπόγευμα καί τό βράδυ τῆς παραμονῆς (22 Ἀπριλίου) ὅλοι ἦταν ἐδῶ. Ἐτοίμαζαν τό κουρμπάνι. Σφαχτά πασχαλιάτικα ἔβραζαν στά καζάνια, τά τραπέζια μέ τίς λίγες καρέκλες εἶχαν στρωθεῖ. Οἱ ἀγκριντιές καί τά πεζούλια εἶχαν καλυφθεῖ μέ κιλίμια. Μετά τή Λειτουργία οἱ ἄντρες καί ἀρκετοί ξένοι πού ἀνέβηκαν γιά τό πανηγύρι καί τούς συγγενεῖς καί φίλους, κάθισαν. Οἱ κανάτες γεμάτες κρασί· λίγο βαρύ τώρα στίς 23 Ἀπριλίου, μά ἐδῶ ψηλά τό θαλασσινό ἀεράκι ἔκαμνε τό κέφι καί τραβοῦσε τό κρασί. Ἐξ ἄλλου ὁ μήνας αὐτός ἔχει ἀκόμη τό γράμμα ρ. Τό μαγειρεμένο κρέας ἄλλωστε θέλει κρασί.
Ὁ Παπαγιώργης εὐλόγησε, ἐψάλλη τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου «Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής» καί οἱ πάντες τρῶν μιλώντας καί ἀστειευόμενοι σοβαρά. Ὁ Ἅγιός τους, τό παληκάρι μέ τό ἄλογό του, σήμερα ἦταν ἰδιαίτερα χαμογελαστός! Σέ λίγο μάλιστα πού τσίριξε ὁ ζουρνᾶς καί βρόντηξε τό νταούλι, μόνο πού δέν κατέβηκε ἀπό τό ἄλογο. Σηκώθηκαν ὅμως ὅλοι μέ πρώτους τούς ἡλικιωμένους καί χόρεψαν τό «σιγανό». Τό πανηγύρι αὐτό εἶχε καθαρά θρησκευτικό χρῶμα. Καί σήμερα ἀκόμη διατηρεῖ τό χαρακτῆρα αὐτό.





ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ

Βρισκόμαστε στά Κάτω Κερδύλλια. Κατηφορίζουμε τόν ἑλικοειδῆ ἀνατολικό δρόμο. Ἕνα ἄνοιγμα ἐπικλινές καί ὁ δρόμος μᾶς σπρώχνει τους Ἁγίους Ἀναργύρους, τόν παλαιότερο σωζόμενο ναό καί τῶν δυό χωριῶν. Σέ δυό χρυσόβουλα τοῦ Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου, 1258 καί 1259 μέ τά ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ ἐκεῖνος χάριζε γῆ καί ἀνθρώπους σέ ἁγιορειτικά μοναστήρια, ἀναφέρεται καί ὁ ναός μας: 

«Ἕτερον Μετόχιον τό ἐν τῶ Κρουσόβω οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι». Τό κείμενο αὐτό μᾶς τοποθετεῖ χρονολογικά. Λίγο πρίν ἀνακαταλάβει τήν Κωνσταντινούπολη (1261) ἀπό τούς Φράγκους ὁ πιό πάνω αὐτοκράτωρ. Ἤδη εἶχε καταλάβει τή Θράκη καί Μακεδονία. Ἦταν ὁ νόμιμος αὐτοκράτωρ. Θά μποροῦσε νά ἀναφέρει μόνο «ἕτερον μετόχιον ἐν τῶ Κρουσόβω». Ἄρα ὑπῆρχε κάποιος ναΐσκος. Τά νεώτερα ἔγγραφα τῶν Ἀπογραφέων (1318 καί 1321) δέν ἀναφέρουν τέτοιο ναό, ἀναφέρουν ὅμως τοποθεσία «Ἅγιο Γεώργιο» μέ ἔκταση ἀγροτική176. Δέν ἀναφέρουν βέβαια τούς Ἁγίους Ἀναργύρους, διότι ἦτο μοναστηριακός ναός καί δέν φορολογοῦνταν. Ναός λοιπόν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι τό 1258-59. Ὁ ναΐσκος -ἔστω ἐξωκκλήσι


προϋπῆρχε τοῦ Χρυσοβούλου. Καί γι αὐτό τό μετόχι βαπτίζεται μέ τά ὀνόματα τῶν Ἁγίων μας. Βέβαια ἡ χρονολογική ἀπόσταση ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ ἄλλου ἁγιορειτικοῦ μετοχίου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἶναι περίπου τέσσερις αἰῶνες. Παρά ταῦτα δέν λανθάνουμε ἄν συγκρίνουμε τούς δύο ναΐσκους. Καί οἱ δυό εἶναι μονόχωροι, ἄρα ἐξυπηρετοῦσαν λίγους ἀνθρώπους. Ἄρα μόνο μοναχούς. ‘H πηγή πού ὑπῆρχε ἐκεῖ καί ὑπάρχει μέχρι σήμερα ἦταν τόπος κατάλληλος γιά μοναστική ἐγκατάσταση.

Ἐκεῖ λοιπόν ἐγκαταστά-θηκαν οἱ ἐσφιγμενίτες μοναχοί τό 1258-59. Πιθανῶς τό ναΐσκο αὐτόν τόν μεγάλωσαν κατά τι, ἀφήσαντες ὅμως τό σχέδιο ὅπως ἦταν, μονόχωρος, καί ὅπως τόν βλέπουμε σήμερα. Πρίν μπῶ ἀνοίγω μέ τό χέρι μου τή σιδερένια ἐξώπορτα καί μπαίνω στόν αὔλειο χῶρο.




Ἕνα μεγάλο «ἁλώνι», περιποιημένο ἀπό τούς Κατωκερδυλλιῶτες καί πρίν λίγα χρόνια ἀπό τόν Τριαντάφυλλο Γκάλιο καί τό Νίκο Μποϊκούδη. Γύρω γύρω καί πρός τόν Ἁηγιώργη, βόρεια, τό ἔδαφος εἶναι ἐπικλινές. Μά οἱ ἔξυπνοι προπάπποι τό ἔκτισαν ἀμφιθεατρικά κι ἔκαναν πεζούλια, θά νόμιζε κανείς μικρό θεατράκι. Καί εἶναι, ἄν ἀντί γιά τήν ἐλλείπουσα σκηνή, ἐκλάβει κάποιος τό ναό.

Τί θέλουν τά πεζούλια αὐτά, τό ἕνα πάνω στό ἄλλο; Μά εἶναι οἱ κερκίδες τῶν θεατῶν τῆς πάλης πού 
τελοῦνταν ἐδῶ μεγαλοπρεπῶς κάθε χρόνο τήν πρώτη Ἰουλίου, στό μεγάλο πανηγύρι τῶν Ἁγίων. ‘H φαντασία μου τρέχει γοργοπόδαρη στά παλιά. Μά δέν τήν ἀφήνω.



Προχωρῶ στήν ἐξώθυρα τοῦ ναοῦ, ἀνοίγω. Μιά εὐχάριστη αἴσθηση μέ πλημμυρίζει κι ἐδῶ: καθαριότητα, νοικοκυρωσύνη. Ὅλα στή θέση τους. Μικρός, εἴπαμε ὁ ναός, μά πλήρης, μέ τά ὅλα του. Πέτρινη κατασκευή, τρίπλευρη ἡ ἐξωτερική ἀψίδα τοῦ ἱεροῦ, ἡμικυκλική στό ἐσωτερικό. ‘H πρόθεση στό σκαμμένο τοῖχο. Καμία ἁγιογραφία πλέον. Ὁ χρόνος καί ἡ μανία νά ἀσβεστώνουμε τούς μαυρισμένους ἐσωτερικούς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν, κατέστρεψε ὅ,τι πιθανῶς ὑπῆρχε. Παντοῦ τό ἴδιο κακό. Τό τέμπλο ἁπλό καί ξύλινο. Οἱ εἰκόνες τῆς σειρᾶς χωρίς καμιά ἀξία.

Ἐξωτερικά τά παράθυρα μέ πωρόλιθους γύρω γύρω, ὅπως καί ἡ εἴσοδος πάνω ἀπό τήν ὁποία ἡ εἰκόνα τῶν Ἁγίων. Χρονολογίες δυό: μιά σέ ἀνάγλυφο σταυρό,1841 καί μιά 1921. ‘H πρώτη, πωρόλιθος ἐντοιχισμένος, μέρος τοῦ τοίχου, ἔχει σχέση μέ τή μεγέθυνση τοῦ ναοῦ καί ἡ δεύτερη μέ ἀνακεράμωση· ἡ τελευταία ἀνακεράμωση, τῶν ἡμερῶν μας, δέν ἀναφέρεται.
Ἕνα μεγάλο καραγάτσι μέ θαυμάσια σκιά μέ ὁδηγεῖ κοντά του, ὅπου ἕνα οἰονεί παρακκλήσι: τό Ἁγίασμα μέ τό συνεχές κρύο νεράκι του. Τό κτῖσμα νεώτατο:1921. Φυλαγμένο τό καραγάτσι μέ φροντίδα αἰώνων.

Ἐδῶ δίπλα ὑπῆρχε ἕνα δωμάτιο τῆς κακιᾶς ὥρας πού ἔμενε ἕνας καλόγερος, Μακάριος τό ὄνομά του. Καλός ἄνθρωπος. Τακτικά καθάριζε τήν πηγή τοῦ Τσεσμέ καί μάζευε τά νερά. Σκοτώθηκε κατά τόν Ἐμφύλιο στό Στεφανίτικο. Ἐπίσης, δίπλα στό Ἁγίασμα, ὑπῆρχε ἕνα τόλ μέ λαμαρίνες. Ἔμενε προπολεμικά ἕνας κτίστης καί ἐπιπλοποιός τῆς ἀνάγκης, λίγο ὡς πολύ ἀφελής, ἴσως ἠπειρώτης, ἄν καί τό ἐπίθετό του δείχνει νησιώτη: Κώστας Μουρέλος. Τίς μέρες τοῦ 40, μέρες ἔξαρσης μέ τίς νίκες τῶν στρατιωτῶν μας, οἱ τσορμπατζῆδες τόν ἔντυναν μακεδονομάχο, μέ σπαθί καί... φουστανέλα, τόν κερνοῦσαν στό Μαγαζᾶ, χόρευε κι ἔλεγε τό ποίημα

Ὁ Κώστας ὁ Μουρέλος
Θεόν παρακαλεῖ
νά πάει στήν Ἀλβανία
νά σύρει τό σπαθί.
Τό καραγάτσι μέ κράτησε ἀρκετά στή σκιά του. Ὁ νοῦς μου τρέχει πίσω, στά πρό τοῦ 1940 χρόνια. 1 Ἰουλίου. Κόσμος πολύς. Οἱ κερκίδες γεμάτες. Τά παιδιά τρέχουν στό ἁλώνι-γήπεδο-στίβο-παλαίστρα. Σέ λίγο ὁ ζουρνᾶς δίνει τό σύνθημα: ἀρχίζει ἡ πάλη. Τά παιδιά ἀδειάζουν τόν τόπο. Στόν ἴσκιο, δίπλα μου, μαζεύονται οἱ παλαιστές. Νέοι οἱ πιό πολλοί. Γεροδεμένα παιδιά, πολλά ἀπό τά διπλανά χωριά. Ἕνας ἀπό τά ἀπέναντι, οἱ ἄλλοι ἀπό τή Βισαλτία. Σήμερα τό ἐνδιαφέρον εἶναι μεγάλο. Ἦρθε ἀπό τήν Ξάνθη ἕνας γνωστός Τοῦρκος παλαιστής νά νικήσει τό Γιῶργο τόν Κρουσιβνό
.

‘H πάλη ἄρχισε μέ τούς μικρούς παλαιστές. Στόν α᾽ γύρο ἡ πάλη ὀνομάζεται «μικρή»(Kucuk), μέ βραβεῖο λίγα χρήματα. Ὁ β᾽ γύρος ὀνομάζεται «μικρή μεσαία (ἐνν.πάλη) ( Κucuk orta). Σέ λίγο ὁ γ᾽ γύρος πού εἶναι ἡ «μεσαία»(Orta). Συνήθως ὁ νικητής τῆς μεσαίας ἀντιμετωπίζει τόν πρῶτο καί μεγάλο ἀθλητή. Σήμερα ὅμως ἡ τελευταία φάση-τό Μπάς- εἶναι ἀνεξάρτητη. Θά παλαίψουν τά δυό θηρία: ὁ Γιῶργος μας καί ὁ Χασάν. Οἱ φίλοι τους, δίπλα, τούς δίνουν τίς τελευταῖες συμβουλές. Ἤδη ἔβαλαν τά κιουσπέτια178 καί ἀλείφτηκαν μέ λάδι. Οἱ ζουρνάδες παίζουν σιγά-σιγά παλιό περσικό μακάμι. 



Οἱ παλαιστές μπαίνουν στήν ἀρένα..Ὅλοι οἱ ἐπίσημοι μαζί μέ τόν Παπαγιώργη κάθονται μπροστά. Σήμερα, εἰδικά γιά τήν πάλη αὐτή, ἦρθαν πολλοί καί ἀπό μακρυά. Ὁ ἐπικεφαλῆς στήν πάλη ἐκκλησιαστικός Ἐπίτροπος μέ ἕνα προσόψι στόν ὦμο τούς λέει κάτι γιά τόν ἀγώνα. Οἱ δυό τους κάνουν τό γύρω τοῦ στίβου χτυπώντας ἐλαφρά τούς μηρούς. Ἔρχονται στή μέση, ὑποκλίνονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο καί δίνουν τά χέρια. Ξανακάνουν τόν κύκλο χτυπώντας τούς μηρούς καί φθάνουν στή μέση. ‘H πάλη ἀρχίζει. Οἱ ζουρνάδες δυναμώνουν, τό νταούλι χτυπάει δυνατά. Ὁ κόσμος ἔχει στραμμένα τά βλέμματά του καί παρακολουθεῖ. Πιάνονται γερά τώρα. Ὁ Τοῦρκος εἶναι μετρίου ἀναστήματος, ἀλλά ἔχει κάτι μπράτσα τεράστια, γεμάτα καί σκληρά. Εἶναι ἐπικίνδυνος: «Γιῶργους μας κινδυνεύ᾽ », ψιθυρίζουν μερικοί. Κι ὁ Γιῶργος δέν εἶναι ἐμφανισιακά τό θηρίο. Ψηλός, ὄχι πολύ γεμάτος, μά εἶναι τεχνίτης. Πιό πολύ βασίζεται στά τσαλίμια- στά κόλπα, στήν τεχνική, καί λιγώτερο στή δύναμη.Ὁ Χασάν σέ μιά στιγμή τοῦ ἔκανε μιά δύσκολη λαβή.


Ὁ Γιῶργος παρά λίγο νά πέσει, μά γλύστρησε κι ἐλευθερώθηκε. Οἱ ζουρνάδες τώρα τσιροκοποῦν.Ὁ Ἐπίτροπος σκουπίζει τά πρόσωπα τῶν ἀθλητῶν. Ὁ κόσμος φωνάζει ὄρθιος στίς κερκίδες. Ξαναπιάνονται. Καί, ἐκεῖ πού δέν τό περίμεναν, βλέπουν ἕνα Γιῶργο θηρίο.
Ἁρπάζει τό Χασάν, τόν σηκώνει καί τρέχοντας τόν πετάει ἔξω ἀπό τό στίβο, σχεδόν κάτω ἀπό τή νότια πλευρά, «σ᾽ ἀκάτ». Τό νταούλι μόνο πού δέν ἔσπασε. Ὁ κόσμος ὀρύεται καί χειροκροτεῖ σάν τρελός. Ὁ Ἐπίτροπος τόν φέρνει στή μέση καί τοῦ σηκώνει τό χέρι του ψηλά: νικητής ὁ Γιῶργος. Φωνές, ἐνθουσιασμός ἀπό παντού, πανζουρλισμός. Στό στίβο μπαίνουν τά παληκάρια τοῦ Γιώργου, προαλειφόμενοι διάδοχοί του, καί τόν σηκώνουν στά χέρια. Καί πάλι φωνές, ἀλαλαγμοί, ζήτω.
Ἑξω ἀπό τόν αὐλόγυρο εἶναι δεμένο ἕνα μπηκάδι. Εἶναι δικό του.

Ὁ κόσμος ἀδειάζει τόν αὐλόγυρο. Τά πηδούδια-τά γκουλιάρια κρέμονται ἀπό τά ροῦχα τῶν μανάδων τους.
- Δώσι ρέ μάνα μιά δραχμή νά πάρου σημίτ᾽ !! Κι ἐκείνη δίνει. Πρό τοῦ 40 τά πράγματα ἦταν καλά. Δουλειές μπόλικες. Μετά ἀπό λίγο ὁ μικρός Παναγιώτης πάλι
- Δώσι μι ρέ μάνα νά πάρου ἀγκούρ᾽ ! Οἱ πραματευτάδες διαλαλοῦν τά ἐμπορεύματά τους.
Ἐκεῖ στό ἄνοιγμα, παραπάνω ἀπό τους Ἁγίους Ἀναργύρους, στο ἁλώνι τοῦ Κόφα (Κουφούδη) ἔχει στηθεῖ παζάρι μέ σκέπαστρα καί μέ ἀνοιγμένα καί στρωμένα σεντόνια, προσόψια, κάλτσες, βρακιά εὐρωπαϊκά, καί παραπέρα φαγώσιμα: κουλούρια, σημίτια, καραμέλες καί καμιά σοκολάτα (τσικουλάτα). Οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά ἀρχίζουν νά γεμίζουν τόν τόπο. Οἱ Κερδυλλιώτισσες κάνουν τά ἐπείγοντα ψώνια τους. Μερικές πού οἱ θυγατέρες τους εἶναι ἕτοιμες-αὐτές τό ξέρουν καλά- παίρνουν καί κάτι «γιά ὥρα ἀνάγκης», «Ποῦ ξέρσ᾽ τί γίνιτι, κουρίτσ᾽ ἔχουμι». 
Παίρνουν μερικά μέτρα καντιφέ καλό, ἄλλη μεταξωτό γιά καλοκαιρινό φόρεμα, «ἄ, κι καναδυό κάλτσις κυριακάτκις γιά τού Δημητρό»...
Ἤδη ἄρχισαν τά ὄργανα. Ὁ Τάσος Σκόρδας τά ἔχει ὅλα ἕτοιμα. Τραπέζια καί καρέκλες στρωμένα ἔξω καί στή μέση χῶρος γιά τό χορό πού,δέ γίνεται, ὅπου νἆναι θ᾽ ἀρχίσει. Ἦρθαν ἀπ’ τά Βρασνά οἱ γνωστοί ὀργανοπαῖχτες: Κύρκος (βιολί), Σαπουνᾶς (κλαρίνο) καί Γκιουζέλης (οὔτι). Πρῶτα παίζουν σαρκιά ἀργά, τούρκικα τραγούδια, γνωστά στούς παλιούς:

Μετά, γιά ν’ ἀνάψουν τά αἵματα «παλιογκαιρίσια», δικά μας, μακεδονικά: «Δέν ἠμπορῶ δέν δύναμαι», «Ξένους ἤμαν κι ἦρθα τώρα» καί ἄλλα. Ὁ Μαυρόγιαννος δέν κρατιέται. Σέ λίγο ὁ Δημητρός Τσάγκας ἀπό τά Πάνω ἀρχίζει τό χορό. Ἦταν ἀντέτ᾽ , ἔθιμο. Ὁ χορός ἄρχιζε μέ τούς Πανωχωρίτες τιμῆς ἔνεκεν. Χορός ἀργός, «σιγανός», δωρικός, μέ βήματα μετρημένα, συγχρονισμένα. Σέ λίγο πιάνονται καί γυναῖκες- ὅλες φουστανοῦσες μέ χρωματιστά μαντήλια στό κεφάλι. Θαῦμα. Τώρα τό πρᾶγμα παίρνει ἄλλες, ἐπίσημες διαστάσεις. 
Οἱ γυναῖκες πού τολμοῦν νά πάρουν μέρος στό χορό εἶναι οἱ πρῶτες καί ἀξεπέραστες χορευταροῦδες: ‘H Κουτρούχαινα, ἡ Πουλιόνινα, ἡ Μαρούσω - Φαραζᾶ ἀπ’ τά Κάτω. ‘H Πασχαλίνα Στεφανούδη, ἐκπληκτική, Λένκω Πατσιᾶ, ἡ ὀμορφότερη ὅλων, Μαρία Παμπόρη, Χριστίνα Καλώτα ἁπ᾽ τά Πανω. Τίς βλέπεις νά σέρνουν τό χορό, σηκώνοντας τό χέρι μέ τό μαντήλι ψηλά καί τρελαίνεσαι. Καί παρακάτω τά κορίτσια τοῦ Πλιάκα κι ἄλλες πολλές, τρία κάτια χορός....
Στ ἁλώνια ἔπαιζαν οἱ ζουρνάδες. Μέχρι τό Τσάγεζι ἀκούγονταν. Μέρες ἀνάπαυσης οἱ μέρες τοῦ πανηγυριοῦ, τοῦ μόνου στά δυό αὐτά χωριά. Γι αὐτό καί συνεχίζεται-ψυχοραγώντας δυστυχῶς- καί στά Νέα Κερδύλλια. ‘H νέα νοοτροπία-τρομάρα μας- τά νέα ἤθη, ὁ βλακώδης ἐξευρωπαϊσμός, ἡ ἀμερικανοποίηση, πανάσχετα μέ τήν ἑλληνική παράδοση καί ζωή, δέν ἀνέχονται τά πανηγύρια αὐτά. Καί οἱ μοντέρνοι νεοκερδυλλιῶτες δέν καταδέχονται νά τά ἀναβιώσουν.
Ὁ χορός, πού ἄρχιζε ἀπό τήν παραμονή, διαρκοῦσε μέχρι τά μεσάνυχτα τῆς κυριώνυμης ἡμέρας. Οἱ Κερδυλλιῶτες ἦταν φιλόξενοι. Τίς μέρες αὐτές κάθε σπίτι εἶχε καί «φίλο».
Κατά τίς δώδεκα μέ μία-μεσάνυχτα πλέον- παίρνουν ὅλοι τό δρόμο γιά τά σπίτια. Καί οἱ Πανωκερδυλλιῶτες. Τί εἶναι, τίποτα, μιά τφικιά(τουφεκιά) δρόμος. - Ἄϊντι κι τού χρόνου. Βοήθειά μας Ἅγιοι Ἀνάργυροι.
Ὁ ναός τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στέκεται σήμερα ἀναπολώντας τίς καλογηρικές ἀκολουθίες καί τά νεώτερα πανηγύρια, τίς μεγάλες του δόξες. Δέν διαμαρτύρεται· παραπονεῖται μονάχα καί φοβᾶται πώς οἱ νεώτεροι συγγενεύουν πιό πολύ μέ τή λήθη παρά μέ τή μνήμη.


ΠΑΝΑΓΙΑ




Γιά πολλούς λόγους ἄγομαι στό συμπέρασμα ὅτι ἡ πρώτη ἐγκατάσταση τῶν ἀρχαίων Κερδυλλιωτῶν στό Ἄνω χωριό ἔγινε στόν κάτω μαχαλᾶ. Τό πάνω μέρος τοῦ χωριοῦ εἶναι νεώτερο. Ἀκόμη, ὁ νεκροταφειακός ναός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πρέπει κι αὐτός νά εἶναι νεώτερος τῆς Παναγίας. Οἱ Ἀπογραφεῖς δέν ἀναφέρουν ναό Ἁγίων Θεοδώρων οὔτε ὡς τοποθεσία, ἐνῶ ἀναφέρουν τήν Παναγία μέ τό ὄνομα Θεοτόκος, ἔστω ὡς τοπωνύμιο. Τό τοπωνύμιο ἐδῶ ὀφείλεται σέ ναίσκο ἤ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας. Οἱ πληροφορίες ἀπό γενιά σέ γενιά, πού φθάνουν «ἐξαντλημένες» μέχρι τίς μέρες μας, λένε ὅτι τό ἀφημένο καί σχεδόν-δυστυχῶς-ἐρειπωμένο σήμερα ἐξωκκλήσι, παλαιότερα ἦταν ναίσκος ἀρκετά μεγάλος. 





Τόσος, ὥστε τίς μέρες μετά τό Ὀλοκάυτωμα -καί τότε ἀφημένος στό ἔλεος τῶν καιρῶν-νά διαμείνουν ἀρκετές οἱκογένειες. Ἄλλωστε τό πρό 100 ἐτῶν μέγεθός του τό δείχνουν τά ἐξωτερικά τοῦ παρεκκλησίου θεμέλια.(8Χ6μ) Ἄν ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τῶν Κερδυλλιων, ἡ γνωστή μας Παναγία, προέρχεται ἀπό τό σημερινό παρεκκλήσι, τότε ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα πώς καί ὁ ναός ἦταν ἀναλόγων διαστάσεων καί συνεπῶς ὁ πρῶτος ἐνοριακός ναός. Θέτω ἁπλῶς τόν προβληματισμό αὐτόν.



Μέ τήν αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ καί τή διαίρεση τοῦ χωριού σέ δύο, φαίνεται πώς ἡ μεταβολή τοῦ νεκροταφειακοῦ σέ ἐνοριακό ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα ὅλους καί καθιερώθη πλέον ὡς κεντρικός.
Ἀνασκαφικές ἐργασίες ἴσως μᾶς δείξουν πράγματα πού δέν ὑποπτευόμαστε.
Νά ἀναφέρουμε -ἀφοῦ εἴμαστε κοντά- πώς λίγο παρακάτω ἀπό τόν ναΐσκο, ὑπάρχει ἕνα ὁριζόντιο ἅπλωμα -σάν ἁλωνάκι- περιτοιχισμένο, με την ὀνομασία «Ἀνεμόμυλος».












 ................................
ΕΝΟΡΙΑ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ - ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ ΣΕΡΡΩΝ - ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ 












ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ( Κείμενα απο το Βιβλίο " Η Ιστορια των Κερδυλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελη) ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΙΕΡΟΙ ΝΑΟΙ ΤΩΝ ΑΝΩ ...